- Δωρικούς
- Δωρικόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek
προπύλαια — Η κύρια είσοδος σε ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα (αγορά, ακρόπολη ή ιερό). Κατ’ αρχήν συναντούμε π. ήδη στο δεύτερο στρώμα της Τροίας (2400 – 2200 π.Χ.) και στο ανάκτορο της Τίρυνθας πριν από τα περίφημα π. της ακρόπολης των Αθηνών, έργο του… … Dictionary of Greek
πρωτόκοσμος — Έτσι ονομαζόταν κατά τους δωρικούς χρόνους, στις δωρικές πόλεις της Κρήτης, ο πρώτος των αρχόντων, δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα, ο πρωθυπουργός. * * * ὁ, Α (στην Κρήτη) ο πρόεδρος τού συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek